Είναι καιρός που σκέφτομαι να ξεκινήσουμε κάτι καινούριο στο ιστολόγιο μου.
Κάτι που θα μας φέρει πιο κοντά.
Θα μας κάνει να μιλήσουμε πιο ανοιχτά και πιο αληθινά.
Και θα δώσει την αφορμή σε κάθε έναν από εμάς να μιλήσει και να γράψει για πράγματα που η καθημερινότητα δεν θέλει να προλαβαίνουν να μας απασχολούν.

Ξέρω, ίσως είναι δύσκολο.
Ίσως απαιτητικό.
Ίσως προσωπικότερο από όσο αρμόζει σε αυτή τη μορφή επικοινωνίας.
Και θέλει λίγο χρόνο, λίγη σκέψη και κυρίως συμμετοχή καρδιάς.
Σκέφτηκα όμως ότι αξίζει τον κόπο να το δοκιμάσουμε.

Η ιδέα είναι απλή.
Θα βρίσκουμε μια φράση - αφορμή και αντί σχολίου όποιος θέλει θα γράφει τις σκέψεις του για αυτή. Θα μας χαρίζει μια κλεφτή ματιά στα συναισθήματα που του προκαλεί. Θα μας προσφέρει ένα πιο καθαρό βλέμμα στην κατανόησή της. Θα συμμετέχει για λίγο στο αφανές τάγμα των ποιητών της ιστοχώρας.

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhIrb1z2coHRcmfT77f4q-XBPXvlOjJBXWKYVj4fp_h27FErrTx6oLCTltG8U1O4Q7DFLjRy5r4Zx7iblUqIAdwvl5VdZ8sFFhPoGtLmB2jpkVQH8nqOWNLs8b7y55RC6kDlxw5w9VXWus/s400/poetry1.jpg

Φυσικά στο τέλος όλα τα γραμμένα θα εντάσσονται στο κείμενο της ανάρτησης δημιουργώντας ένα ιδιότυπο λεύκωμα-λεξικό κατανόησης και αποδόμησης των πιο ενδόμυχων φωνών μας. Μια καταγραφή συναισθημάτων που ξεκλείδωσαν από δυό- τρεις λέξεις βαλμένες στη σειρά.


http://trinitydoors.files.wordpress.com/2009/04/poetic-home-antique-key1.jpg


Και όπως αρμόζει στην ποίηση, δεν μπορεί να υπάρξει
κανένας περιορισμός στην έκταση ή το περιεχόμενο. Στην έκφραση ή την δομή.

Ελπίζω να βρει ανταπόκριση και χώρο μέσα στα πολλά μας αυτή η ιδέα.
Αν κρίνω από όσα διαβάζω στα ιστολόγιά σας οι προϋποθέσεις να δημιουργηθεί κάτι πραγματικά ξεχωριστό υπάρχουν. Οι φίλοι μου είναι ποιητές. Και πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς...;

Η φράση που μου έχει καρφωθεί στο μυαλό και ζητάει την ματιά σας πρώτη είναι: τα "Μοιραία Θαύματα".

Τι μπορεί να σημαίνει;
Τι αναμνήσεις μπορεί να ξυπνάει και τι πόθους να αναστατώνει;
Να τα ελπίζω ή να τα φοβάμαι;

Σας περιμένω...


http://www.ineedmotivation.com/blog/wp-content/uploads/2009/04/image-162460-827161-words_by_aiae.jpg


Πώς θα μπορούσε ένα θαύμα να είναι μοιραίο, αφού η μία έννοια, αίρει την άλλη;…
Το μοιραίο συνδέεται πάντα με το αναπόφευκτο, με τη μοίρα, με κάτι που δεν μπορείς να το αποτρέψεις.
Το θαύμα πάλι, δεν είναι μοιραίο, ούτε αναπόφευκτο. Το θαύμα είναι σπάνιο. Το μοιραίο είναι πιο συχνό.
Μόνο σε μία περίπτωση συναντάται το Μοιραίο Θαύμα. Στον κεραυνοβόλο έρωτα!
Μόνο εδώ, οι φαινομενικά (ίσως και ουσιαστικά) αντίθετες έννοιες συνυπάρχουν σε μία και μοναδική.
Θεωρώ πως μόνο ο κεραυνοβόλος έρωτας κρύβει εντός του, το μοιραίο και το θαύμα. Το μοιραίο της συνάντησης από τη μια, (όλα συνωμοτούν, ακόμα και ολόκληρο το σύμπαν – για να παραλλάξουμε λιγάκι τα λόγια του Πάολο Κοέλιο στον Αλχημιστή) και το θαύμα της ερωτικής αστραπής, της λάμψης του έρωτα που λούζει δύο ανθρώπινες υπάρξεις και τις κάνει να ανταμωθούν σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, καθορίζοντας έτσι τις ζωές τους.
Μελίτη


Λοιπόν...Μοιραία Θαύματα...
Μοιραία, γιατί αλλάζουν την πορεία μιας ζωής, ανατρέπουν τα πάντα, την ιστορία ενός λαού.
Αλλά όχι από αρνητική σκοπιά, γιατί δεν παύουν να ναι Θαύματα, δηλαδή πράγματα απρόσμενα, καθοδηγούμενα από θειικές δυνάμεις, πέρα απ τον ανθρώπινο έλεγχο, ευχάριστες κ αναπάντεχες ανατροπές.
Τι άλλο από έναν άνθρωπο που θεραπεύεται από μια βαριά ασθένεια ενώ οι γιατροί υποστήριζαν το αντίθετο- δεν αλλάζει αυτό δραματικά τη ζωή αυτού κ των δικών του;
Ένα άτεκνο ζευγάρι που αποκτά ένα παιδί σε μεγάλη ηλικία ενώ το είχε βγάλει ως ενδεχόμενο τελείως από το μυαλό του- δεν θα επηρεάσει καθοριστικά ο γονεικός τρόπος ζωής την πορεία των γονέων;
Ένας λαός καταφέρνει παρά τις ελάχιστες στρατιωτικές του δυνάμεις να αποτινάξει το ζυγό ενός κατακτητή που κανείς δεν θα περίμενε- δεν ανατρέπει αυτό την παγκόσμια ιστορία;
Σώζεσαι από ένα θανατηφόρο τροχαίο- πόσο αλλάζουν τα πράγματα μετά από κάτι τέτοιο; Δεν μπορεί παρά να είναι μοιραίο...
Γαία


Μοιραίο είναι το καρμικό γραφτό στη μοίρα μας στη πορεία της ζωής μας να το συναντήσουμε!
Τώρα θαύμα ένας έρωτας μια συνάντηση μοιραία που θα πυροδοτήσει ένα έρωτα κεραυνοβόλο αν καταλήξει στο "μεγάλο έρωτα" που πάντα περιμένεις να σε ταρακουνήσει και να ζήσεις μέσα απ'αυτόν ναι!
Θαύμα θα μπορούσε να είναι και μια σοβαρότατη εγχείρηση που κρέμεται η ζωή ενός ατόμου.
Η χρονική στιγμή αποφασίζει για το μοιραίο θαύμα όλες οι συγκυρίες συνωμοτούν για να μη γίνει το μοιραίο λάθος!
Ζουζού

Μοιραία θαύματα.
Τύχη ή μοίρα; Δε μ'αρέσει η λέξη τύχη και με τρομάζει η λέξη μοίρα. Πιστεύω όμως ότι το μονοπάτι, ο βασικός δρόμος, είναι μοιραίο, ενώ οι παράδρομοι είναι στο χέρι μας..
Θαύμα. Το πιστεύω, υπάρχουν, κάθε μέρα συμβαίνουν.. Μοιραία θαύματα είναι οι συναντήσεις, "συναντήσεις ζωής", άνθρωποι που τόσο "τυχαία" γνωρίζεις και απ'το "πουθενά", γίνονται μέρος της ζωής σου... Σαν να "έπρεπε" να τους γνωρίζεις, σαν να έπρεπε να ζήσεις το θαύμα...
Πρωτόπλαστη

Μοιραία θαύματα.
Το νίωθεις ότι σου επιβάλλεται από το μέλλον. Είναι η μόνη σου επιλογή. Η υποχρεωτική.
Αλλά τίποτα μέσα σου δεν σου δείχνει ότι θα μπορέσεις. Τίποτα δεν σε οδηγεί κοντά της. Τίποτα δε σου επιτρέπει να πιστέψεις για πραγματικότητα την εικόνα που δεν μπορείς να σβήσεις από τα μάτια σου.
Είναι το μοιραίο που βλέπεις μπροστά σου σαν ορίζοντα και που τρέχεις με όλη σου την ορμή κατά πάνω του αλλά δεν πλησιάζει σπιθαμή.
Και όταν τρακάρεις στο πιο ακλόνητο αδιέξοδο...
Και όταν χάσεις κάθε ικμάδα της δύναμής σου...
Και όταν πάψεις να κυνηγάς το αναπόφευκτο...
Τότε σαν απομηχανής θεός έρχεται το ...Θαύμα.
Έρχεται και απλώνει στα πόδια σου όλα όσα σου ανήκουν.
Όλα όσα ζήτησες και παραπάνω.
Και τότε βουρκώνεις για λίγο.
Και νιώθεις ευγνωμοσύνη για το δώρο.
Και τη δικαίωση.
Αλλά γρήγορα το ξεχνάς.
Γιατί ...άνθρωπος είσαι.
Και βάζεις πλώρη γι' άλλα
Καημός

«Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.

Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.»


Mοιραίο θαύμα;
Θαύμα της μοίρας;
Αmor fati.
Αγάπησε, τη μοίρα σου, το ριζικό σου.
Πιο πέρα ακόμα :
Δημιούργησε ένα πεπρωμένο, άξιο να αγαπηθεί.
Αυτό είναι το μοιραίο θαύμα.
Mα προσοχή: η φάτα μοργκάνα παραμονεύει.
Ζήσε το πραγματικό και όχι το είδωλό του.


Bookmark and Share

Bookmark and Share


Έχτισαν κάστρα και πολιτείες, εκκλησίες με τρούλους και εξάγωνα κωδωνοστάσια σε ένα παιγνίδισμα της δαιμόνιας τέχνης τους.
Τζαμιά και υψηλούς μιναρέδες, παλάτια για τους μπέηδες και τους αγάδες. Αρχοντικά, βρύσες και δεξαμενές στεγανές. Μύλους, φούρνους, πέτρινα πηγάδια, πύργους και υδραγωγεία, γεφύρια μονότοξα και πολύτοξα που ο θεατής μένει έκθαμβος μπροστά στο κάλλος και τη μεγαλοπρέπεια των κτισμάτων ή έντρομος από την τόλμη των Μετεώρων όπου η λαϊκή αρχιτεκτονική μετεωρίστηκε σε δυσθεώρητα ύψη.

Κατασκεύασαν έργα ιδιωτικά, έργα δημόσια, ταπεινά και δοξασμένα στο χρόνο με μια γηγενή αρχιτεκτονική αισθητική και αξιώθηκαν να γίνουν μύθος και δημοτικό τραγούδι.

Όλα αυτά με λιθανάγλυφα κάθε είδους απόληξης, όπου εκφραζόταν ένας ολόκληρος κόσμος γούστου, καημού και τρυφερότητας των μαστόρων της Ηπείρου. Τα έργα τους, σκορπισμένα επί αιώνες σε τόπους κοντινούς, αλλά και σε χώρες μακρινές, μιλούν από μόνα τους για τις αρχιτεκτονικές τους αρετές και την καλλιτεχνική τους αξία.

[3.jpg]


Η τέχνη της πέτρας

Οπως σημειώνει ο λαογράφος Βασίλης Μάργαρης, στην Ήπειρο για ποικίλους λόγους, που συναρτώνται κυρίως με τις γεωγραφικές παραμέτρους της - την ορεινή και δασώδη της σύνθεση, το πέτρινο και άγονό της έδαφος -, "ο πληθυσμός στράφηκε κατά τους τελευταίους αιώνες σε συγκεκριμένη επαγγελματική τροχιά, διέπρεψε και συχνά πρώτευσε στη χώρα μας σε πολλούς τομείς των δημιουργικών εκείνων τεχνών που βρίσκονται στα κράσπεδα της καλλιτεχνικότητας και συγχρόνως ανήκουν στην παράδοση του τόπου μας".

Η χέρσα και άγονη γη τους ψηλά στον Γράμμο και τον Σμόλικα σε συνάρτηση με μια ποικιλία γεωγραφικών και κοινωνικών παραγόντων - συνεχείς πληθυσμιακές μετακινήσεις, επιδρομές, κλπ- στάθηκε η βασική αιτία να εγκαταλείψουν οι κάτοικοι των χωριών κατά τον 16ο αιώνα την κτηνοτροφία και τη γεωργική καλλιέργεια και να στραφούν σε άλλες, περισσότερο προσοδοφόρες απασχολήσεις, σε τεχνικές δραστηριότητες όπως η επεξεργασία της πέτρας, η ξυλογλυπτική και η αγιογραφία που μπορούσαν να εξασκήσουν μακριά από τα σπίτια τους και τα χωριά τους.

Οργανώνονταν, έτσι, σε συνεκτικές ομάδες με συγγενικό τις περισσότερες φορές βάθρο, (μπουλούκια, συνάφια, τσούρμο, ή νταϊφάδες) και με μια, συγχρόνως εξειδικευμένη βάση (χτίστες, ξυλουργοί, σιδεράδες, νταμαρτζήδες, κλπ) και ταξίδευαν στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και μετά έφταναν ως τα Βαλκάνια, την Περσία, την Ινδία και ως την Αφρική, ακόμη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

[konitsa_6.jpg]


Οι μάστορες

"Όλη τους η τέχνη ήταν μία λέξη: αργά. Όσο πιο αργά δούλευαν, τόσο πιο καλοί μάστοροι ήταν. Τραγουδούσαν και σφύριζαν στο πελέκημα για να ξεχνιούνται και να μη βιάζονται. Γλεντούσαν την αργάδα τους. Θυμάμαι τον πατέρα μου που 'λεγε: ``μια ζουρλοτσουκανιά, μια μέρα δουλειά``, μια άσχημη καλεμιά ήθελε παραπάνω ώρες δουλειά", διηγείται ο μάστορας Δήμος Φλίνδρης.

Αυτός ο ντόπιος λαϊκός τεχνίτης, ο κούδαρης, ο Ηπειρώτης τεχνίτης ταξιδευτής, υπήρξε ο σιωπηρός, αφανής δημιουργός του εθνικού οικοδομήματος και ακολούθησε, θαρρείς από ένστικτο, μια μέθοδο σοφή. Αντί να αγνοήσει τη φύση, να την κοντράρει, προτίμησε να συνδιαλέγεται μαζί της.

Οι τεχνίτες, οι "Φίλοι του Θεού" όπως τους αποκαλούσαν οι Τούρκοι, απολάμβαναν της υπόληψης και του σεβασμού και από τον λαό και από τον Τούρκο κυρίαρχο. Κινιόντουσαν ελεύθερα και την ευθύνη της ζωής τους την είχαν οι τοπικοί άρχοντες, μπέηδες και αγάδες, εξαιτίας της ιδιαίτερης ειδίκευσής τους. Το ωράριο εργασίας τους ήταν εξαντλητικό για αυτό και όλοι τους ήταν ξερακιανοί, αδύνατοι, ηλιοκαμένοι…σπαθάτοι.


Οι άνθρωποι αυτοί ήταν σκληραγωγημένοι ορεινοί πληθυσμοί με τροχισμένο το μυαλό τους από την έλλειψη αγαθών που με φειδώ τους παρείχε η άγονη πατρίδα τους Τους διάκρινε το οξύ πνεύμα, αλλά και η παρατηρητικότητα και η φιλεργία και υπομονή για να αντιμετωπίσουν τις ποικίλες αντιξοότητες της ζωής. Ήταν οικονόμοι, τίμιοι στις συναλλαγές τους, φιλήσυχοι και νομοταγείς. Ήταν φιλοσκώμμονες, φιλοπαίγμονες, ευφυολόγοι, που από την έλλειψη οποιασδήποτε μορφώσεως έφταναν στη χοντρή σάτιρα. Ασκούσαν σαν τεχνίτες την "τέχνη των τεχνών" την αρχιτεκτονική, που πλαισιώνεται στο φυσικό περιβάλλον, από όπου εμπνέεται ο λαϊκός τεχνίτης. Έκαναν, όπως είπαμε, την καταλληλότερη επεξεργασία και χρήση των υλικών, που συναντούσαν στους τόπους της εργασίας τους και σύμφωνα με τις τοπικές συνθήκες και τις ανάγκες φύτευαν εκεί τα αυθόρμητα αρχιτεκτονικά σχέδια, που γεννούσε η ιδιοφυία τους, βοηθούμενοι από τη μακρινή και ένδοξη παράδοση.


Τα μπουλούκια

Οι λαϊκοί οικοδόμοι ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες (συνάφια ή ισνάφια) - μπουλούκια (τούρκικα: Boluk = συντροφιά, λόχος). Οι ονομασίες των συντεχνιών των μαστόρων - χτιστάδων διαφέρουν από τόπο σε τόπο. Στην Ήπειρο ονομάζονται Κουδαραίοι. Οι χτίστες των πέτρινων γεφυριών ειδικά, ονομάζονται κιουπρουλήδες (τούρκικα: Kopru = γεφύρι).
Η μαθητεία στην οικοδομική τέχνη ξεκινούσε από την ηλικία των 15ετών περίπου. Περνούσε από γενιά σε γενιά, στον τόπο της δουλειάς, στα εργαστήρια και στα γιαπιά, υπό την επίβλεψη του αρχιτεχνίτη (πρωτομάστορα).

Οι ανειδίκευτοι εργάτες, τα τσιράκια του μπουλουκιού, έφτιαχναν τη λάσπη και κουβαλούσαν με το πηλοφόρι την ειδική ξύλινη σκάφη που λεγόταν γκοβάτ, γι' αυτό και λέγονταν γκοβατζήδες.
'Αλλη εργασία των μαθητευόμενων ήταν να σπάνε και να κουβαλούν με τα ζώα τις πέτρες, ασβέστη και άμμο, αγκωνάρια ή πρέκια (ανώφλια) και κατώφλια για πόρτες και παράθυρα, και να μαθαίνουν κοντά στους μαστόρους την τέχνη, το ζανάτι (ζανατζής=τεχνίτης).




Ιεραρχία και ειδικότητες τεχνιτών
Επικεφαλής του μπουλουκιού ήταν ο πρωτομάστορας. Αυτός είχε την ευθύνη όλης της ομάδας, της πληρωμής των μισθών, του κλεισίματος των συμφωνιών, των συμβολαίων, της εύρεσης δουλειών, κ.λ.π. Ο πρωτομάστορας ήταν εργολάβος και εργοδότης και συνέταιρος. Ήταν συνήθως και άριστος πελεκάνος - τεχνίτης της πέτρας. Οι πελεκάνοι ήξεραν τις ιδιοτροπίες του υλικού και πως να το χειριστούν, φτιάχνοντας αριστουργήματα.


Χρησιμοποιούσαν το τούβλο και το κεραμίδι στα βαλτώδη και τους κάμπους, τις πέτρες και τις πλάκες από μαρμαρυγιακό σχιστόλιθο στα ορεινά και τα πετρώδη, και τα άφθονα ξύλα των δασών, για τις ξυλοδεσιές, όπου έχτιζαν ξερολιθιά δίχως λάσπη. Και είναι να απορεί κανείς πως στέριωσαν τριώροφα αρχοντικά με ξερολιθιά. Η στερεότητα των τοίχων εξηγείται με τη σωστή κατασκευή τους, τη δυνατότερη έδραση και το καλύτερο συναρμολόγημα των λίθων. Ο πρωτομάστορας έδινε σε γενικές γραμμές το σχέδιο του σπιτιού σε συνεργασία με τις επιθυμίες του ιδιοκτήτη. Κυρίως όμως, έπρεπε να είναι καλός στο κουμάντο. Να είναι ευρηματικός, οργανωτικός, σχεδιαστής με καλλιτεχνικό ένστικτο και δημιουργική εικαστική εκφραστικότητα, να έχει τολμηρή φαντασία, να είναι καπάτσος στην εκτέλεση δύσκολων εργασιών, αλλά και στο παζάρεμα της δουλειάς. Τα έργα του χαράζονταν επί τόπου με μόνο μέτρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Το χρήσιμο, το απαραίτητο. Ο ίδιος φρόντιζε για την εξεύρεση εργασίας, την πληρωμή των μαστόρων και επιστατούσε γενικά στο μπουλούκι. Εργαζόταν και αυτός συχνά στα θεμέλια της οικοδομής, στις προσόψεις και στις γωνιές που "κλείδωναν" τα αγκωνάρια. Τα θεμέλια της οικοδομής, ο "μπινάς" στα τούρκικα, ήταν πολύ υψηλή υπόθεση για να την αφήσει στους άλλους μάστορες. Αν τα θεμέλια ήταν η βάση της ζωής του έργου του λαϊκού τεχνίτη, οι προσόψεις, οι γωνίες, ήταν η βιτρίνα, η δόξα της δουλειάς του.

Οικογένεια Ηπειρωτών γεφυράδων -του Αντώνη Κωνσταντινίδη ή Κωσταντώνη- απ’ τους Χουλιαράδες Ιωαννίνων, προπολεμικά
Την ιεραρχία μπορούσε κάποιος να την διαβεί σταδιακά. Η προαγωγή από τη μία βαθμίδα στην επόμενη γινόταν πάντα υπό την αυστηρή επίβλεψη του πρωτομάστορα. Ένα μπουλούκι περιελάμβανε διάφορες ειδικότητες: Πελεκάνος, Χτίστης, Νταμαρτζής ή Μαντεμτζής, Ταβανατζής ή ταβαντζής (μαραγκός), Ασβεστάς, Σκαλιστής, Μπογιατζής, Τσιράκι (Λασποπαίδι). Οι μαραγκοί ήταν αυτοί οι οποίοι έφτιαχναν οποιαδήποτε ξύλινη κατασκευή του κτιρίου (πατώματα, ταβάνια, παράθυρα, πόρτες, έπιπλα, κ.λ.π.). Αν δεν υπήρχαν σκαλιστάδες έκαναν και τα σκαλίσματα. Οι σκαλιστάδες (ταλιαδόροι) έφτιαχναν ξυλόγλυπτα - ταβάνια και μεσάντρες κυρίως στα σπίτια, καθώς και τέμπλα εκκλησιών. Επιπλέον, υπήρχαν και οι ζωγράφοι, οι οποίοι ερχόταν όταν ολοκληρωνόταν η κατασκευή, για να διακοσμήσουν το εσωτερικό του σπιτιού (ξύλινες επιφάνειες, ταβάνια, ντουλάπια, τοίχους, κ.λ.π.). Σημαντικό στοιχείο του μπουλουκιού ήταν και τα ζώα (μουλάρια), τα οποία χρησίμευαν για τη μεταφορά των υλικών (πέτρες από το νταμάρι) και συνόδευαν την ομάδα. Επιπλέον, για τον εξοπλισμό και την κατασκευή των μύλων εργάζονταν ειδικοί μαστόροι, οι σκεπαρνάδες, οι οποίοι προέρχονταν από το Μέτσοβο ή τη Βελτσίστα.

Οι μαστόροι εκτός από τα εργαλεία τους έριχναν στο δερμάτινο σάκο τους το τσόκι, το σφυρί, που στα διαλείμματα της δουλειάς το περνούσαν στο ζωνάρι. Το τσόκι ήταν το πρώτο εργαλείο που κληροδοτείται από πατέρα σε παιδί, συμβολίζοντας τη μετάβαση της τέχνης από τη μια γενιά στην άλλη.

Ο μάστορας δεν μπορούσε να φύγει από το μπουλούκι. Δεν τον προσλάμβανε κανένα άλλο μπουλούκι, σύμφωνα με κρυφή συμφωνία των πρωτομαστόρων. Πολλές φορές υπήρχε κόντρα ανάμεσα στον πρωτομάστορα και τους μαστόρους, με αρνητική επίπτωση στην ποιότητα της δουλειάς. Όμως, πολλοί πρωτομάστορες δούλευαν μαζί με τους μαστόρους και είχαν καλές και δίκαιες σχέσεις μαζί τους. Γινόταν η κατανομή της δουλειάς με τη σύμφωνη γνώμη όλων και το χειμώνα γλεντούσαν όλοι μαζί. Παρά το ότι οι μαστόροι δεν κέρδιζαν ικανοποιητικά χρήματα και πολλοί ήθελαν να φύγουν από τη μαστορική, δεν το έκαναν. Ίσως λόγω της χαμηλής μόρφωσης ή από άλλη αιτία. Αυτοί που αμείβονταν καλύτερα ήταν οι σκαλιστάδες και οι ταλιαδόροι, γιατί δούλευαν σε πλουσιόσπιτα και δεν έμεναν χωρίς δουλειά. Οι ζωγράφοι επίσης αμείβονταν καλά αλλά είχαν λιγότερες δουλειές από τους ταλιαδόρους. Από τους μαστόρους το ψηλότερο μεροκάματο το είχαν οι πελεκάνοι. Φαίνεται ότι η ικανότητα στο χτίσιμο ήταν ως ένα βαθμό έμφυτη - μικρά παιδιά έχτιζαν καλύβες και εικονοστάσια. Οι μαστόροι δούλευαν και σε μεγάλη ηλικία, ακόμα και στα 80 τους χρόνια. Τα τεχνικά μέσα και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν πολύ απλά, γεγονός που τονίζει ακόμη περισσότερο την αξιοσύνη τους.

Ο θεσμός των συντεχνιών έχει πολύ παλιές ρίζες - και συνεχίστηκε και κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Ο θεσμός εξυπηρετούσε τους Τούρκους, οι οποίοι είχαν να κάνουν με έναν υπεύθυνο για την είσπραξη φόρων ή την γρήγορη δημιουργία τεχνικών έργων (σπίτια, δρόμοι, γέφυρες, κ.λ.π.). Στις διάφορες πόλεις και τα χωριά υπήρχαν τα βιοτεχνικά συνάφια, τα οποία ενίοτε συνενώνονταν σε μεγαλύτερα (σε ευρύτερες περιοχές) έτσι ώστε να εκμεταλλεύονται πιο αποδοτικά και να μονοπωλούν τα έργα. Το ισνάφι των μαστόρων - χτιστάδων στα Γιάννενα ήταν το πιο πολυάριθμο της Ηπείρου. Αποτελούνταν από 450 περίπου μαστόρους (Χατζημιχάλη 1953).

[3199838072_c7b5fd5caa.jpg]

Δούλευαν στους διατεταγμένους χώρους της εργασίας από την ανατολή του ήλιου μέχρι τη δύση, πότε χωρίς φαΐ, που ήταν πάντα υπολογισμένο στο μεροκάματό τους. Δούλευαν με τα υλικά που είχε κάθε τόπος και το αυτοσχέδιο λατομείο. Δούλευαν περιοδικά από τις αποκριές μέχρι το Νοέμβρη, οπότε και γύριζαν στο "μεμλεκέτι", την ιδιαίτερη πατρίδα τους.

Κατά τις απανωτές εξορμήσεις τους για δουλειά χρησιμοποιούσαν τη συνθηματική γλώσσα, τα κουδαρίτικα, για να μην τους καταλαβαίνουν οι εκάστοτε εργοδότες και γενικά οι τρίτοι. Έτσι "Κούφιο" ήταν η οικοδομή, "Κριτσέλης" το αποχωρητήριο, "Θοδώρα" το τσίπουρο, "Μαυρομάτες" οι ελιές και "Απαλό" το λάδι.

Ο αποχωρισμός
Η αναχώρηση των μπουλουκιών γινόταν συνήθως την άνοιξη και συγκεκριμένα Καθαροδευτέρα και η επιστροφή το φθινόπωρο. Την Τρίτη δεν ξεκινούσε κανένας γιατί το είχαν για γρουσουζιά. Ο τόπος του αποχωρισμού όπου γινόταν το ξεπροβόδισμα θύμιζε ατμόσφαιρα αρχαίας τραγωδίας. "Ντέρτι" και "μαντήλα" λεγόταν το σημείο του μισεμού. Γυναίκες που μοιρολογούσαν, άντρες που δάκρυζαν στη γωνία, μανάδες και πατεράδες - γέροι - με βαριά καρδιά, σχολιαρόπαιδα, συγγενείς και χωριανοί και ο παπάς που ευλογούσε το τελευταίο κολατσιό των ξενιτεμένων και το πολύμηνο ταξίδι, προσδοκούσαν όλοι και προσεύχονταν γοργά να διαβεί ο καιρός, να γυρίσουν οι άντρες καλά και "καζαντισμένοι" (ματσωμένοι). Μαντήλια που ανέμιζαν και έπειτα οι γυναίκες γύριζαν στο σπίτι τοποθετώντας πάνω στις εξώπορτες μικρά κλαριά από κρανιές και κέρδους και σταυροκοπούμενες με ευχές για τους ταξιδεμένους.

Τα Μαστοροχώρια
Η από πατέρα σε παιδί διαδοχή της τέχνης έκανε να μεταδοθεί αυτή σε χωριά και ευρύτερες περιφέρειες χωριών που φημίστηκαν ως Μαστοροχώρια. Αυτά είναι τα μαστοροχώρια στην περιφέρεια Δεβόλη - Κορυτσάς - Όπαρι, που μάστορες από εκεί έχτισαν μαζί με ντόπιους από το Πεντάλοφο της Κοζάνης και το Μπελκαμένι της Φλώρινας, κυρίως τη Δυτική Μακεδονία. Μαστοροχώρια της Κολιώνιας, πέρα από τον Αώο, την Μπόροβα, Ρεχόβα, Στίκα, Σκοροβότι, Γκοστιβίτσι, ορθόδοξοι αλβανόφωνοι που έχτισαν τα ψηλοκρεμαστά Μοναστήρια του Αγίου Όρους και των Μετεώρων. Μετά τα Μαστοροχώρια των Τζουμέρκων και τα Μαστοροχώρια των Χουλιαράδων.

Τέλος, τα ξακουστά Μαστοροχώρια της Κόνιτσας με τη Βούρμπιανη, την Πυρσόγιαννη, τη Στράτσανη, την Καστάνιανη, το Κεράσοβο, το Κάντσικο, τα Ζέρμα, τη Μόλιστα και τα τόσα άλλα χωριά με τους φημισμένους μαστόρους του που ξεσυνερίζονταν πως χτίσανε τον κόσμο όλο.


Δρόμοι και περάσματα στα Μαστοροχώρια
Μέχρι και τον εμφύλιο που έγιναν οι πρώτοι αυτοκινητόδρομοι, η συγκοινωνία στα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας παρέμενε πρωτόγονη. Οι περισσότεροι δρόμοι ήταν μονοπάτια που είχαν δημιουργηθεί με το συχνό πέρασμα των ζώων. Τα μόνα μέσα συγκοινωνίας ήταν τα ζώα, γαϊδούρια και μουλάρια. Τα γεφύρια ήταν ελάχιστα και όταν οι χείμαρροι κατέβαζαν νερό, συνέβαιναν συχνά μοιραία δυστυχήματα. Η κατάσταση αυτή επέβαλε σχεδόν πλήρη απομόνωση στα χωριά και οικονομία αυτάρκειας με χαμηλό βιοτικό επίπεδο.

Τρόπος εργασίας - "μπαξίσια"
Όλες οι εργασίες οποιουδήποτε οικοδομήματος γίνονταν εξ ολοκλήρου από το μπουλούκι ή την παρέα: από την εξόρυξη της πέτρας μέχρι την αποπεράτωση του έργου. Ένα ολόκληρο μελισσολόι πηγαινοερχόταν ακατάπαυστα όλη μέρα. Βασικά υλικά τους ήταν η πέτρα, η λάσπη από νερό, άμμος και ασβέστης. Και για να "δένει" περισσότερο το υλικό, κυρίως στην κατασκευή γεφυριών, πρόσθεταν ασπράδι αυγού ή τρίχες ζώων. Τα απαραίτητα και χρήσιμα εργαλεία πολλά και ποικίλα: το καλέμι, το σφυρί, το αλφάδι, το τρίγωνο, η αρίδα, το μακόνι, η γωνιά, το τσοκαντήρι, το σκεπάρνι, ο κολαούζος, το ματσακόνι, η τσάπα, το πριόνι και το πηλοφόρι.

http://www.travelmagic.gr/public/uploads/business/88782226223_269.jpg
Σε κάθε έργο και ιδιαίτερα στην οικοδομή, δύο ήταν οι πιο σημαντικές στιγμές: τα θεμέλια και η στέγη. Στα θεμέλια διαβαζόταν από τον παπά αγιασμός. Στο πρώτο αγκωνάρι χάραζαν έναν σταυρό και κάτω από την πέτρα έβαζαν μεταλλικό νόμισμα. Ακουλουθούσαν κεράσματα από το νοικοκύρη και τους συγγενείς του, τα οποία ήταν "τυχερά" των μαστόρων. Επίσης, έκοβαν σφάγια και με το αίμα ράντιζαν τα θεμέλια. Το αφεντικό ετοίμαζε και το πρώτο "ζιαφέτι" (τραπέζι - γλέντι). Το δεύτερο "ζιαφέτι" προσφερόταν όταν το χτίσιμο έφτανε στο πάτωμα και το τρίτο στο τέλος της δουλειάς.

Η πιο συγκινητική στιγμή και για το νοικοκύρη και για τους μαστόρους ήταν όταν το σπίτι έφτανε στη σκεπή. Εδώ υπήρχε μια ολόκληρη τελετή που ονομαζόταν "μπαξίσια" ή "μαντιλώματα": Οι μαστόροι έστηναν δύο μεγάλους ξύλινους σταυρούς αντικριστά πάνω στη στέγη και έδεναν σκοινί τεντωμένο για να κρεμούν τα "μπαξίσια" (δώρα) του αφεντικού, των συγγενών και των φίλων. Αυτά ήταν συνήθως υφάσματα, πουκάμισα, πετσέτες, μαντίλια, όλα για τους μαστόρους που τα μοιράζονταν μεταξύ τους.

Ο πρωτομάστορας ή ένας άλλος βροντόφωνος τεχνίτης, παίρνοντας καθένα δώρο του, προσφωνούσε με τόνο μελωδικό, ενώ οι άλλοι μαστόροι χτυπούσαν με σκεπάρνια ή σφυριά πάνω στα ξύλα για να σιγοντάρουν αυτόν που έλεγε:

"Εεεε, καλώς όρισε το μπαξίσι του ….(το όνομα του δωρητή) που έφερε για την αγάπη του προς το αφεντικό και την εκτίμηση στους μαστόρους. Να ζήσει, να χαίρεται τα παιδιά του και ό,τι επιθυμεί.


Όσα λουλούδια του Μαγιού
Και φύλλα έχουν τα δέντρα,
Χόρταρα της γης, άμμος της θάλασσας,
Ψάρια του γιαλιού και ποταμοί μεγάλοι,
Τόσα καλά και αγαθά να του δώκει ο Θεός.
Ευχαριστούμε για το δώρο του…."


Έργα και ημέρες
Οι κατασκευές και τα έργα των μαστόρων της Κόνιτσας είναι τόσα πολλά και ποικίλα, ώστε δίκαια έμεινε η φράση ότι αυτοί "έχτισαν τον κόσμο".

Ύψωσαν λαμπρά μοναστήρια όπως: η μονή της Ζέρμας, η μονή Στομίου, η μονή της Παναγιάς Μολυβδοσκέπαστης, περίτεχνες εκκλησίες όπως: του Αγίου Νικολάου Πυρσόγιαννης και πλήθος άλλες, καμπαναριά όπως στη Φιλιππιάδα και στη Δημητσάνα, σεράγια πασάδων στο χώρο της Ηπείρου και της Αλβανίας, σπίτια αρχοντικά και απλά. Γεφύρια καταπληκτικά, αιωρούμενα πάνω από ορμητικά ποτάμια: μονότοξα όπως της Κόνιτσας, δίτοξα όπως του Κάντσικου και τρίτοξα όπως του Ζαγορίου. Πέτρινες βρύσες, συνήθως στο κέντρο του χωριού, τόπο συνάντησης των γυναικών για άντληση νερού ή για πλύσιμο των ρούχων. Έφτιαξαν μύλους, φούρνους και πέτρινα πηγάδια, αναγκαία στην καθημερινή τους ζωή. Ακόμα και φάρους έκτισαν όπως αυτός στο Λουτράκι στο Ηραίο ακρωτήριο, και από τις αρχές του 20ού αιώνα έβαλαν τη σφραγίδα τους σε πολλά έργα της Αθήνας, όπως η αποπεράτωση του ναού της Παναγιάς Χρυσοσπηλιώτισσης, η πρόσοψη της Εθνικής Τράπεζας, το νοσοκομείο "Ευαγγελισμός". Έργο Κονιτσιωτών μαστόρων είναι και το ρολόι της πλατείας των Ιωαννίνων, η Παρηγορήτισσα της 'Αρτας και άλλα. Στις ΗΠΑ (Ντιτρόιτ) και στην Περσία ηπειρώτες μαστόροι έκαναν εργασίες διάνοιξης σιδηροδρομικών γραμμών ή έκτισαν γέφυρες.



Γεφύρια
Δύο φόβους είχε πάντα ο Ηπειρώτης. Από τη μια τους ληστές και από την άλλη το κακό συναπάντημα με αδιάβατα ποτάμια. Και αν για τους πρώτους δεν μπορούσε να κάνει τίποτε, για τα δεύτερα, ονειρευότανε γεφύρια πέτρινα που έπρεπε βέβαια να στήσει μόνος τους.

Για τους Κουδαραίους μάστορες το χτίσιμο του γεφυριού αποτελούσε ξεχωριστή περίπτωση. Τα έργα τους δεν προέρχονταν από κανένα σχεδιαστήριο, αλλά χαράζονταν επί τόπου με μόνο μέτρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Τα έργα των λαϊκών αρχιτεκτόνων μαρτυρούν επιμέλεια, γνώση και πείρα στοχαστικού καλλιτέχνη. Και οι αρετές αυτές τους έδιναν το αίσθημα του μέτρου σε σημείο που η προσωπικότητά τους δεν επηρέασε αυτάρεσκα το δημιούργημά τους. Αν η αυταπάρνηση αυτή της προσωπικότητάς τους σβήνει τη μνήμη των λαϊκών αρχιτεκτόνων, δίνει ωστόσο στα έργα τους αξία ιστορική που ριζώνει και ταυτίζεται με την εθνική κληρονομιά.

Μονότοξα, δίτοξα, πολύτοξα, γεφύρια ηπειρώτικα, δημιουργήματα που βρίσκονται στην παράδοση του τόπου μας. Πέτρινα όλα τους και θολωτά, "καδραρισμένα στην αιωνιότητα του πλατάνου", λαϊκές κατασκευές από τους περίφημους μαστόρους, τους άρχοντες της πέτρας που βρήκαν το σωστό μέτρο, με αποτέλεσμα να μετουσιωθούν σε έργα τέχνης.

Αυτά τα γεφύρια απλωμένα στην Ελλάδα και ειδικά στην Ήπειρο με το τόσο άγριο και άγονο τόπο, εμπλούτισαν και προέκτειναν το ηπειρώτικο τοπίο. Επειδή ακριβώς δεν υπήρξαν ξένα πρότυπα και πειρασμός για μίμηση, αλλά και ούτε τα τεχνικά εκείνα μέσα, κρατήθηκε η σχέση χώρου και δημιουργημάτων του ανθρώπου, τοπίου και γεφυριού. Τα πετρογέφυρα τα χαρακτηρίζουν η ποικιλία μορφών και η ένδειξη φαντασίας του λαϊκού τεχνίτη.

"Τα έργα των λαϊκών αρχιτεκτόνων μαρτυρούν επιμέλεια, γνώση και πείρα στοχαστικού καλλιτέχνη. Φανερώνουν την πίστη, την αγάπη και το σεβασμό που έτρεφαν προς την τέχνη τους. Και οι αρετές αυτές τους έδιναν το αίσθημα του μέτρου σε σημείο που η προσωπικότητά τους δεν επηρέασε αυτάρεσκα το δημιούργημα τους, ούτε δέσποζε σε βάρος της ουσιαστικής αξίας του έργου", όπως σημειώνεται στη "Λαϊκή Ελληνική Αρχιτεκτονική" του Πάνου Νικολή Τζελέπη.

Σύμφωνα με το Αρχείο Ηπειρώτικων Γεφυριών, ο αριθμός γεφυριών που έχουν καταγραφεί και μελετηθεί στον ευρύτερο χώρο της Ηπείρου είναι 431, εκ των οποίων στον νομό Ιωαννίνων φτάνουν τα 295.





Tο γεφύρι της Αρτας και άλλα φημισμένα πέτρινα γεφύρια



Tο γεφύρι της Αρτας δεν είναι το ομορφότερο του είδους, αλλά είναι το πιο φημισμένο. Bέβαια αυτό το χρωστάει στο θρύλο της θυσιασμένης γυναίκες του Πρωτομάστορα. Tο συνολικό σημερινό μήκος φτάνει τα 145 μέτρα. Tο πλάτος του γεφυριού είναι 3,75 μέτρα.

Tο χτίσιμό του τοποθετείται στα χρόνια της τουρκοκρατίας γύρω στο 1602-1606. H αρχική κατασκευή (κατά μια εκδοχή) έγινε επί Πύρρου 3ο π.X. αιώνα ή στα χρόνια της Kλασικής Aμβρακίας 5ο έως 4ο αιώνα π.X. που είναι λιγότερο πιθανή. Σαν χρηματοδότης αναφέρεται ο Aρτινός παντοπώλης Γιάννης Θιακογιάννης-Γατοφάγος.
'Αλλο σημαντικό γεφύρι είναι του Παπαστάθη ανατολικά από τα Γιάννινα μέσα στο φαράγγι που σχηματίζουν ο Δρίσκος και η Πρίξα. Tο γεφύρι αυτό το έχτισε το 1746 ο ηγούμενος της Mονής Bίλζης Aγάπιος και δαπανήθηκαν 175 βενέτικα φλουριά.





Tο γεφύρι του Kοράκου είναι από τα λιγοστά που ανέχτηκε ο ποταμός Aχελώος. Tο μεγαλύτερο μονότοξο σε όλη την Ήπειρο. Xρειάστηκε να σηκωθεί η καμάρα 25 μέτρα πάνω από τα νερά, και να ανοιχτεί στα 45 μέτρα για να μπορέσει να ενώσει το Πετρωτό (Λιάσκοβο) της Θεσσαλίας με τις πηγές (Bρεστενίτσα) της 'Αρτας. Tο έχτισε το 1514-1515 ο αρχιεπίσκοπος της Λάρισας Bησσαρίωνας. Tο γεφύρι ανατινάχτηκε το 1949.






Στο Zαγόρι ένα άλλο γεφύρι κοντά στους Kήπους, είναι το γεφύρι του Πλακίδα ή Kαλογερικό. Aρχικά ήταν ξύλινο, το μετέτρεψε σε πέτρινο το 1814 με 20.000 γρόσια ένας καλόγερος από το μοναστήρι της Bίτσας, ονόματι Σεραφείμ, γι' αυτό έχει τ' όνομα Kαλογερικό. Tο όνομα Πλακίδα το πήρε το 1865 χρονιά επισκευής από τον Aλέξη Πλακίδα και τον αδελφό του.







'Αλλο σημαντικό γεφύρι είναι της Πλάκας. Eίναι το δυσκολότερο μονότοξο γεφύρι στην κατασκευή. Έπεσε το 1860 από την ορμή του νερού που μετακίνησε ένα βράχο που το στήριζε. Ξαναχτίστηκε το 1863 και το κόστος ανήλθε στα 187.000 γρόσια. Παρά τους κόπους και τις δαπάνες λίγοι χάρηκαν το γεφύρι από τα χωριά της περιοχής. Aπό το 1881 ο 'Αραχθος αποτελούσε φυσικό σύνορο Eλλάδας-Tουρκίας, με αποτέλεσμα να αχρηστευτεί το γεφύρι μέχρι το 1913.
 








Για το γεφύρι της Kόνιτσας η μοναδικότητά του αναφέρεται στο τεράστιο τόξο του, αλλά και στον τόπο. Tο γεφύρι της Kόνιτσας χτίστηκε το 1870 και κόστισε 120.000 γρόσια. Πρωτομάστοράς του ήταν ο Zιώγας Φρόντζος από την κοντινή Πυρσόγιαννη. Ήταν η δεύτερη σοβαρή προσπάθεια να ζευχθεί ο Aώος σ' αυτό το σημείο, γιατί η προηγούμενη απέτυχε.












"Όσα έμαθα να μάθεις και όσα έπαθα να πάθεις"

Οι έγγραφες μαρτυρίες για την καταγωγή των αείμνηστων κτητόρων - μαστόρων είναι ελάχιστες. Δεν κυνήγησαν την υστεροφημία και έτσι δεν διασώθηκε το "εποίει", εκτός κάποιας χρονολογίας που συνήθιζαν να σκαλίζουν στα υπέρθυρα των σπιτιών.

Αν όμως τα γραπτά τεκμήρια είναι ελάχιστα, άφθονες είναι οι παραδόσεις.
Τα παλαιότερα πέτρινα σπίτια της Στερεάς Ελλάδας, της Εύβοιας, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Θράκης, της Μικράς Ασίας κτίσθηκαν κατά το πλείστον από Ηπειρώτες, τόνιζε ο ιστορικός Κώστας Φαλτάιτς. Οι Κουδαραίοι τεχνίτες από την Κόνιτσα καυχιόντουσαν ότι τα παλιότερα και τα καλύτερα σπίτια και τα δημόσια μέγαρα της Αθήνας και του Πειραιά τα έκτισαν αυτοί. Ο τύπος του στρερφογάλαρου σπιτιού, με τοξωτές αψίδες στις πόρτες και τα παράθυρα, είναι ασφαλώς Ηπειρώτικος.

"Τα μπουλούκια των μαστόρων κοντά στα 1935, είχαν λιγοστέψει. Είχε σπάσει το παλιό, δεν έβγαζαν λεφτά. Λιγόστεψαν και οι καλοί πελεκάνοι. Σα να πούμε στέρεψε η πηγή. Από εκεί και ύστερα κανένας δεν έμαθε πελέκημα. Μόνο μπετά και καλούπια ξέρουν οι καινούργιοι μάστοροι. Στα χαμένα, δεν είναι τέχνη τα τσιμέντα. Τότε που λες και με το Μεταξά ύστερα, χάλασαν τα μπουλούκια, χάλασε και η τέχνη και άρχισε ο καθένας να δουλεύει για πάρτη του…." ( διήγηση του μάστορα Τάκη Γκουντή, 1974).



"Ο μέλλων για να δημιουργήσει νεοελληνική αρχιτεκτονική ας ρωτήσει τους καλφάδες (Κάλφας= ο πρακτικός αρχιτέκτονας στα τουρκικά), ας συμβουλευτεί πρώτα αυτούς που στα χωριά και το σχέδιο δίνουν και χτίζουν σπίτια, ας τους ρωτήσει με ποιο τρόπο χτίζουν και έπειτα ας προσπαθήσει να τελειοποιήσει την τέχνη τους" (Ι. Δραγούμης, Νεοελληνικός πολιτισμός.)


Πηγές:

Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων
Περιοδικό "Αρμολόι¨
Περιοδικό ΤΕΕ
www.epirusnews.gr
http://gialina-giannena.blogspot.com/
http://anagogi.blogspot.com


Bookmark and Share

Bookmark and Share

Περίεργα πράγματα συμβαίνουν τελευταία.
Περίεργες μέρες.
Τηλέφωνα που δεν περιμένεις.
Ειδήσεις αλλοπρόσαλες.
Αναστάτωση της καθημερινότητας, αϋπνία, ίωση,
Μετακομίσεις.
Έκτακτα έξοδα.
Κανένα δεδομένο για το μέλλον.

Και δεν μου αρέσει να περιμένω αλλαγές.
Με δυσκολεύει η προσαρμογή. (απροσάρμοστος γαρ)

Και πράγματα που είχα σκοπό να κάνω καθυστερούν.
Ή αναβάλλονται.
Και πράγματα που θα μου άρεσαν μπαίνουν στο σακούλι της υπομονής.

Και μη χειρότερα να λέμε, και μη χειρότερα...

Υ.γ. και μην ακούσω κανένα να μου πει τη φράση που μισώ.
Ότι : "και αυτό θα περάσει!".
Γιατί τη θεωρώ την πιο απογοητευτική φράση απ'όλες.
Γιατί νοιώθω ότι περιγράφει άλλη μια ανούσια εμπειρία.
Άλλη μια φάση της ζωής που "απλά θα περάσει".
Χωρίς να μας αφήσει μια γλυκιά γεύση.
Χωρίς να μας γεννήσει ένα καινούργιο όνειρο.
Χωρίς να μας προσθέσει άλλο ένα στίγμα στο βιωματικό τατουάζ της διαδρομής μας.
Και ας το ξέρω ότι "και αυτό θα περάσει".
Θέλω με όλη μου τη δύναμη να κατέβω σε απεργείες προσωπικές (που λέει και ο ποιητής),
να διεκδικήσω και να διαμαρτυρηθώ,
να τα σπάσω
και να φωνάξω ότι αυτό...: "ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ!"

Bookmark and Share


http://www.visualarts.gr/images/photos/eiakstikofestivalathinon.jpg


Το φως, το αδυσώπητο φως, δεν κάνει τη ζωή ευτράπελη. 
Κάνει ίσως τον κόσµο πιο περιπόθητο, και γι’ αυτό τη συνείδηση της εφήµερης ζωής µας πιο πικραµένη.
Το φως, στην αρχαία ψυχή, φαίνεται να έχει παίξει έναν ειδικό ρόλο. Της έχει παρουσιάσει τον κόσµο, γύρω, καθαρά σχεδιασµένον, µε σταθερά κι ευγενικά περιγράµµατα, χρώµατα χλωρά κι εξιδανικευµένα. Τίποτα από τα φασµατικά θαµπόφωτα του Βορρά, που έδωσαν εκεί λαβή στη δηµιουργία µύθων µε υπερβατικές καταξιώσεις. 
Για τον Έλληνα, τον κοινόν, Έλληνα, ο κόσµος αυτός είναι αυτός που βλέπει, όχι άλλος⋅ κι αν υπάρχει κάποιος άλλος, όπου κατεβαίνουν οι νεκροί, αυτός εδώ είναι ο καλύτερος. 
Σπαράζει η ψυχή στη σκέψη πως θα τον αποχωριστεί, ακριβώς επειδή είναι πολύ φωτεινός, πολύ στέρεος, πολύ πειστικός, πολύ φιλικός για τον άνθρωπο. ∆εν του χρειάζεται άλλος.


Να η πηγή της ελληνικής απαισιοδοξίας: ο κόσµος του φωτός- ο εφήµερος, ο τραγικά ωραίος. Ένας κόσµος που τον ζεις έντονα και φευγαλέα σαν ερωτική στιγµή.

Άγγελος Τερζάκης, "Ελληνική Απαισιοδοξία"
Bookmark and Share

Το να έρθεις στη θέση του άλλου...

   δεν  είναι και τόσο μακρυνός προορισμός!

 http://th03.deviantart.com/fs36/300W/f/2008/263/c/a/Abstract_Eye_by_EmoFantasy.jpg
Bookmark and Share

Σήμερα των ...Φώτων επέλεξα να ζητήσω να μας δώσει τα φώτα του ο Δάσκαλος Λιαντίνης σχετικά με τις μεγάλες μορφές της νεοελληνικής ποίησης! Έτσι για να ξέρουμε από που ερχόμαστε και που θέλουμε να πάμε. Σαν φανάρι και σαν οδηγός. Για τους χαμένους διαβάτες της σύγχρονης άτεχνης Ελλάδας!


"Οι οχτώ, ο Κάλβος ο Μακρυγιάννης ο Μυριβήλης ο Βάρναλης ο Σεφέρης ο Παλαμάς ο Καζαντζάκης και ο Ελύτης, είναι οι φωνές που θα ακούγονται, και οι γραφές που θα γράφουνται, ένα μεγάλο μέρος τους και για πολλά χρόνια.

Ο Κάλβος, αετός κρουσταλιασμένος και κύκνος. Σώζεται ολόκληρος.

Ο Μακρυγιάννης, μάρμαρο ελληνικό Πεντελικού και Πάρου. Στ΄ Απομνημονεύματα η αξία του.

Ο Μυριβήλης, αλιφασκιά και ιώδιο.

Ο Βάρναλης, οι καμπάνες της Ελλάδας να κελαηδούν και να ξυπνάνε τους έλληνες.

Ο Σεφέρης, στην κύρια ροή πνευματικός νομοθέτης, στους παραπόταμους ποιητής.

Ο Παλαμάς, έγραψε τα πολλά, για να σώσει τα λίγα.

Ο Καζαντζάκης, μόνο ο Ζορμπάς θα γλυτώσει.

Ο Ελύτης, ο λυρισμός του ποταμός του Απρίλη, ή τα πρώιμα γέλια στο ακροθαλάσσι της Ναυσικάς. Όμως τα αγάλματα λείπουν.

Οι τρεις, ο Σολωμός, ο Καβάφης και ο Παπαδιαμάντης, είναι η αγία τριάδα των οδηγητών και των πρωτοπόρων της πνευματικής μας ζωής.

Ύστερα από χίλιους χρόνους, αν υπάρχει ακόμη ο άνθρωπος στον πλανήτη, και οι έλληνες στον τόπο τους, εκείνοι που θα ζουν θα τους βλέπουν, όπως περίπου βλέπουμε σήμερα εμείς τον Πίνδαρο, τον Επίκουρο, και τον Ηρόδοτο.

Όλο ψηλά, στον αιθέρα, πάνω από τα πρόσωπα και μοίρες, διατάζω το δημοτικό τραγούδι.

Για τη νέα Ελλάδα το δημοτικό τραγούδι σημαίνει ότι σημαίνουν τα ομηρικά έπη για την αρχαία Ελλάδα."


Πηγή

Bookmark and Share

.

Με ωραία είδηση ξεκίνησε το Δέκα!
Η Αφροδίτη η πολυαγαπημένη μου θα εμφανιστεί ύστερα από 8 χρόνια ξανά, αυτή τη φορά στα τέλη Ιανουαρίου στο Ζυγό!
Το διάβασα στον Ταχυδρόμο όπου διάβασα και μια πολύ ωραία συνέντευξη της. Συνήθως βαριέμαι αφόρητα αυτές τις συνεντεύξεις, περνάω γρήγορα τα bold και πάω παρακάτω, αλλά η συγκεκριμένη ήταν από τις λίγες που διάβασα αχόρταγα ως το τέλος της. Ίσως επειδή ήταν τόσο αληθινή και τόσο ανθρώπινη.

Είπε λοιπόν:

-για την απουσία της

Στην τελευταία μου δουλειά, αισθάνθηκα σαν να μιλάω μόνη μου. Με δυο λόγια, το τραγούδι που είχα γράψει τότε με αφορμή τη Βούλα Πατουλίδου, το «Για ποια Ελλάδα ρε γαμώτο» είχε μια πολύ άτυχη υποδοχή από μια συγκεκριμένη δημοσιογράφο εφημερίδας μεγάλης κυκλοφορίας. Μ’ έπιασε από τα μούτρα ότι τάχα χρησιμοποιούσα την ιστορία της Πατουλίδου για να κάνω καριέρα. Και τότε, στο πρόσωπο εκείνης της κοπέλας προσωποποιήθηκαν διάφορα αρνητικά πράγματα και συμπεριφορές που είχα βιώσει μέχρι εκείνη την εποχή με αποτέλεσμα να πω στον εαυτό μου ότι δεν υπάρχει λόγος να μπαίνω πια σε τέτοια διαδικασία. Γιατί από τη στιγμή που με τη ζωή και τη δουλειά μου είχα κάνει απολύτως σαφές ότι δεν με αφορούν τέτοιου είδους πρακτικές , δεν ήταν δυνατόν να με «κράζουνε». Με πείραξε πολύ αυτό το γεγονός και με απομάκρυνε.


-για την ελληνική δισκογραφία

Τα καλά τραγούδια τα ψάχνεις με το «φανάρι» σαν τον Διογένη. Ωστόσο υπάρχουν ακόμα και μέσα στα σκουπίδια υπάρχουν. Από την άλλη σήμερα δεν υπάρχει οικονομικό κίνητρο. Είτε βγάζεις προς τα έξω μια δουλειά και δεν αρέσει, οπότε δεν πουλάει, είτε αρέσει πολύ και την άλλη μέρα την κατεβάζουν όλοι από το Internet.



-για την σχέση της με την πολιτική

Εξακολουθώ πάντα να είμαι «πολιτικό ζώον». Όμως υπήρξε μια εποχή , από τη Μεταπολίτευση μέχρι τις αρχές του ’80 που ήμουν τόσο κολλημένη με την πολιτική που παράτησα τη δουλεία μου. Ούσα στο χώρο της επαναστατικής Αριστεράς, πιο συχνά με έβρισκες να κολλάω αφίσες και να τραγουδάω σε συναυλίες συμπαράστασης απεργών, παρά να τραγουδάω σε κέντρα. Μετανιώνω για το ότι παράτησα τη μουσική μου για μια δεκαετία. Μετανιώνω για τη μονομέρεια. Το 75 γύρισα στην Ελλάδα μια ντίβα, με μια βαλίτσα γεμάτη διθυραμβικές κριτικές από όλες τις εφημερίδες του κόσμου και βρέθηκα να σκουπίζω τις σκάλες του ΕΚΚΕ. Αυτή η μονομέρεια, το φτύσιμο στη μουσική – που το πλήρωσα- ήταν λάθος. Αν μπορούσα να προσφέρω κάτι, έπρεπε να το κάνω μέσα από αυτό που ήμουν , όχι αλλάζοντας κοινωνική κι επαγγελματική υπόσταση.



-για τον έρωτα

Νομίζω είναι μια προβολή του καινούριο, καλύτερου εαυτού μας. Ότι ερωτευόμαστε μόνο όταν αγαπάμε πολύ τον εαυτό μας- άρα τον εγκρίνουμε και τον προξενεύουμε- κι είμαστε τόσο ευχαριστημένοι από αυτόν, που περιμένουμε την επιβράβευση από τον εκλεκτό ή την εκλεκτή της καρδιάς μας. Γι αυτό και αν εκείνη ακριβώς τη στιγμή μας απορρίψουν, εσωτερικά χάνουμε έναν κύκλο. Γιατί εκείνος ο καλύτερος εαυτός που τόσο καιρό ετοιμάζαμε ακυρώθηκε από τον εκλεκτό μας.

Περισσότερα επί σκηνής…

Bookmark and Share